- φαρμακοπωλῶν
- φαρμακοπώληςdruggistmasc gen plφαρμακοπωλέωto be a druggistpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μαζάτσιο — (Masaccio, Σαν Τζοβάνι Βαλντάρνο, Αρέτσο 1401 – Ρώμη 1428). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Τομάσο ντι σερ Τζοβάνι Γκουίντι ή Κασάι (Tommaso di ser Giovanni Guidi ή Cassai). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για την απλή, φτωχική και… … Dictionary of Greek